Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, υπάρχουν δυνάμεις, όπως ο ακραίος Ισλαμισμός και η Κινέζικη κυβέρνηση, που έχουν καταφέρει να επιβάλουν λογοκρισία. Σκέψου, η ελευθερία του λόγου αποτελεί βασική αξία που αξίζει να την υπερασπιστούμε;
Η ελευθερία του λόγου φαντάζει κάτι το αυτονόητο για την γενιά μας, στην χώρα μας αλλά και γενικότερα σε όλο τον Δυτικό κόσμο, καθώς δεν έχουμε βιώσει την έλλειψή της. Η λογοκρισία συνήθως ταυτίζεται με την Χούντα και τις Κομμουνιστικές χώρες. Αλλά τελευταία η πλεονεξία και ο φόβος έχουν αρχίσει να επηρεάζουν κάποιες εταιρείες ώστε να αθετήσουν την αφοσίωσή τους στην προστασία αυτής της αξίας.
Πανεπιστήμιο του Yale και τα σκίτσα: Το βιβλίο “Τα σκίτσα που τάραξαν τον κόσμο” (The cartoons that shook the world) που εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο του Yale (Yale University Press), αποτελεί μια ακαδημαϊκή μελέτη της διαμάχης που προκλήθηκε από την δημοσίευση 12 σκίτσων που απεικόνιζαν τον προφήτη Μοχάμεντ, από μια Δανέζικη εφημερίδα το 2005. Η συγγραφέας του βιβλίου Jytte Klause, επιχειρηματολογεί μεταξύ άλλων ότι η διαμάχη είχε υποκινηθεί από Δανούς ιμάμηδες που παρουσίαζαν στους πιστούς τους ψεύτικα σκίτσα, τα οποία απεικόνιζαν τον προφήτη Μοχάμεντ και είχαν σεξουαλικά υπονοούμενα, μαζί με τα αληθινά που γενικά δεν ήταν προκλητικά. Κατά την έρευνά της συναντήθηκε με διάφορους Μουσουλμάνους ακαδημαϊκούς που συμφώνησαν μαζί της. Ωστόσο, τα σκίτσα που δημοσιεύτηκαν από την Δανέζικη εφημερίδα δεν υπάρχουν στο βιβλίο της.
Condé Nast και Ρωσία: Κάπου χωμένο μέσα στο τεύχος του Σεπτεμβρίου 2009 του αμερικάνικου περιοδικό GQ, υπάρχει το άρθρο “Η σκοτεινή αναρρίχηση του Βλάντιμιρ Πούτιν στην εξουσία” (Vladimir Putin’s Dark Rise to Power) από τον Scott Anderson. Το άρθρο βασίζεται σε εκτεταμένη έρευνα και υποστηρίζει ότι η Ρωσικές μυστικές υπηρεσίες βρίσκονται πίσω από μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων που συνέβησαν στην Μόσχα κατά την διάρκεια του 2000 – όλες οι επιθέσεις είχαν αποδοθεί σε ενέργειες των Τσετσένων τρομοκρατών. Το συγκεκριμένο άρθρο απουσιάζει από την Ρώσικη έκδοση του περιοδικού, όπως επίσης και από την διαδικτυακή έκδοσή του. Το περιοδικό ανήκει στην εταιρεία Condé Nast, η οποία έχει δώσει οδηγία σε όλα τα ΜΜΕ που της ανήκουν παγκοσμίως να αποφύγουν οποιαδήποτε προώθηση ή ακόμη και απλή αναφορά στο συγκεκριμένο άρθρο.
Google και Κίνα: Αν μπορούσες να γράψει την στα Κινέζικα την λέξη Τιανανμεν στο www.google.cn, η αναζήτησή σου θα έφερνε άσχετα αποτελέσματα, το ίδιο θα συνέβαινε αν έγραφες Ταϊβάν ή Θιβέτ ή δημοκρατία. Το 2006 η Google συμφώνησε να επιτρέψει την ύπαρξη ενός βαθμού λογοκρισίας στην κινέζικη έκδοση της ιστοσελίδας αναζήτησής της, ώστε να της επιτραπεί να λειτουργήσει στην χώρα.
Τα παραπάνω τρία περιστατικά δεν είναι πανομοιότυπα. Ο εκδοτικός οίκος του Πανεπιστημίου του Yale αρνήθηκε να τυπώσει τα σκίτσα επειδή φοβήθηκε πιθανά επεισόδια στους χώρους του πανεπιστημίου. Η Condé Nast αρνήθηκε να προωθήσει το άρθρο της για την Ρωσική μυστική υπηρεσία επειδή φοβήθηκε ότι θα χάσει διαφημίσεις ρώσικων εταιρειών. Η Google δεν επέτρεψε στου Κινέζους χρήστες της να ψάξουν για την Τιάνανμεν, όπως και για άλλα ταμπού θέματα, επειδή ήθελε να ανταγωνιστεί με τις Κινέζικες ιστοσελίδες αναζήτησης για ένα κομμάτι από την τεράστια Κινεζική αγορά.
Ωστόσο, και τα τρία περιστατικά οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: Με διαφορετικά μέσα, η Ρωσική κυβέρνηση, η Κινέζικη κυβέρνηση, και ανώνυμοι ακραίοι Ισλαμιστές έχουν την δυνατότητα να ελέγξουν δυτικές εταιρείες – κάτι που ήταν αδιανόητο πριν μια δεκαετία. Σε ένα κόσμο που είναι περισσότερο επικίνδυνος και λιγότερο κερδοφόρος σε σχέση με το παρελθόν, η πλεονεξία και ο φόβος έχουν αποδειχθεί δυνατότεροι από την αφοσίωση των παραπάνω εταιρειών στην αξία της ελευθερίας του λόγου.
Με το να ενδίδουν στις πιέσεις δεν έχουν κάνει τον κόσμο μας ασφαλέστερο ούτε για αυτές, αλλά ούτε και για κανέναν άλλον. Η υποταγή της Google στην Κινέζικη λογοκρισία το 2006 δεν απέτρεψε την Κινέζικη κυβέρνηση από το να συνεχίσει να της βάζει εμπόδια, για παράδειγμα με το να την κατηγορεί για την διάδοση πορνογραφίας. Αντιθέτως, μπορεί να είναι ένας από τους παράγοντες που έδωσε στην Κινέζικη κυβέρνηση το θάρρος να πιέσει εταιρείες για την εγκατάσταση λογισμικού, που θα φίλτραρε την περιήγηση των χρηστών στο διαδίκτυο, σε όλους τους υπολογιστές που πωλούνται στην χώρα. Κατά παρόμοιο τρόπο ο συμβιβασμός της Condé Nast θα ενθαρρύνει τις Ρώσικες εταιρείες – πολλές από τις οποίες ελέγχονται από την κυβέρνηση – να πιέσουν Δυτικές εταιρείες ώστε να γίνεται ολοένα και δυσκολότερη η δημοσίευση άρθρων με αρνητικό περιεχόμενο ως προς την πολιτική σκηνή της Ρωσίας. Το γεγονός ότι ο εκδοτικός οίκος του Yale δεν δημοσίευσε τα σκίτσα, κάνει την αναδημοσίευσή τους από οποιαδήποτε άλλον οίκο ακόμη δυσκολότερη.
Στην πραγματικότητα κάθε φορά που μια δυτική εταιρεία ενδίδει στις πιέσεις, η κατάσταση χειροτερεύει για όλους μας. Κάθε συμβιβασμός που γίνεται, ώστε να εξευμενιστεί κάποια καταπιεστική ομάδα ή κυβέρνηση, έχει ως αποτέλεσμα να την κάνει δυνατότερη. Κάτι που μπορεί να φαίνεται ότι είναι απλά ένας μικρός συμβιβασμός, πιθανώς θα έχει έναν μεγάλο αντίκτυπο στο μέλλον. Οι ενέργειες των παραπάνω εταιρειών θα δυσκολέψουν οποιονδήποτε άλλον που θέλει να συνεχίσει να μιλά και να δημοσιεύει ελεύθερα.
Βασισμένο σε άρθρο της Anne Applebaum, www.slate.com, 14 Σεπτεμβρίου 2009.
0 Σχόλια