Το να μιλάμε δύο γλώσσες αντί για μία, έχει προφανή πρακτικά οφέλη σε έναν όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Όμως, τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες έχουν αρχίσει να παρατηρούν ότι τα πλεονεκτήματα της διγλωσσίας είναι ακόμη πιο θεμελιώδη από το να είναι κάποιος απλώς σε θέση να συνομιλήσει με ένα ευρύτερο φάσμα ανθρώπων. Φαίνεται πως η διγλωσσία μπορεί να έχει μια έντονη επίδραση στον εγκέφαλό μας, η οποία βελτιώνει και γνωστικές δεξιότητες που δεν σχετίζονται καθόλου με τη γλώσσα.
Ερευνητές, εκπαιδευτικοί και νομοθέτες για πολλά χρόνια θεωρούσαν την εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας από τη μικρή ηλικία ως ένα είδους νοητικής παρέμβασης η οποία παρεμπόδιζε την ομαλή ακαδημαϊκή και πνευματική ανάπτυξη ενός παιδιού. Δεν είχαν άδικο ως προς την παρέμβαση! Υπάρχουν άφθονα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στο μυαλό ενός δίγλωσσου και τα δύο γλωσσικά συστήματα είναι ενεργά ακόμα και όταν χρησιμοποιεί μόνο τη μία γλώσσα, δημιουργώντας έτσι καταστάσεις στις οποίες το ένα σύστημα εμποδίζει το άλλο. Αυτή όμως η παρέμβαση, ανακαλύπτουν οι ερευνητές, δεν αποτελεί τόσο ένα μειονέκτημα όσο μια κρυφή ευλογία. Αναγκάζει τον εγκέφαλο να επιλύσει την εσωτερική σύγκρουση, προσφέροντάς του ένα είδος άσκησης που ενισχύει τους γνωστικούς «μύες» του.
Οι δίγλωσσοι, για παράδειγμα, φαίνεται να είναι πιο έμπειροι από τους μονόγλωσσους στην επίλυση ορισμένων διανοητικών παζλ. Σε μια μελέτη από τους ψυχολόγους Ellen Bialystok και Michelle Martin-Rhee (2004), δόθηκαν σε δίγλωσσα και μονόγλωσσα παιδιά προσχολικής ηλικίας κάποιες ασκήσεις για να εξεταστεί αυτή η υπόθεση. Στην πρώτη άσκηση, τα παιδιά έπρεπε να ταξινομήσουν τα σχήματα με βάση το χρώμα, τοποθετώντας μπλε κύκλους στον κάδο με το μπλε τετράγωνο και κόκκινα τετράγωνα στον κάδο με τον κόκκινο κύκλο. Και οι δύο ομάδες το κατάφεραν με ιδιαίτερη ευκολία. Στη συνέχεια, τα παιδιά κλήθηκαν να ταξινομήσουν με βάση το σχήμα, κάτι πιο δύσκολο, γιατί απαιτούσε την τοποθέτηση των σχημάτων σε ένα δοχείο που είχε το αντίθετο χρώμα. Οι δίγλωσσοι ήταν πιο γρήγοροι στην εκτέλεση αυτής της άσκησης.
Τα συλλογικά στοιχεία από μια σειρά τέτοιων μελετών δείχνουν ότι από τα σημαντικά πλεονεκτήματα της δίγλωσσης εμπειρίας είναι η βελτίωση της λεγόμενης εκτελεστικής λειτουργίας του εγκεφάλου – ενός συστήματος εντολών που κατευθύνει τις διαδικασίες προσοχής που χρησιμοποιούμε για τον σχεδιασμό, την επίλυση προβλημάτων και την εκτέλεση διαφόρων άλλων διανοητικά απαιτητικών εργασιών. Οι διαδικασίες αυτές έχουν, για παράδειγμα, να κάνουν με το να αγνοούμε διάφορους περισπασμούς ώστε να μείνουμε συγκεντρωμένοι, να εναλλάσσουμε την προσοχή μας εσκεμμένα από το ένα πράγμα στο άλλο συγκρατώντας τις πληροφορίες στο μυαλό μας – όπως θυμόμαστε μια σειρά οδηγιών καθώς οδηγούμε.
Γιατί η συμπλοκή μεταξύ δύο γλωσσικών συστημάτων που είναι ταυτοχρόνως ενεργά βελτιώνει αυτές τις πτυχές νόησης; Μέχρι πρόσφατα, οι ερευνητές θεωρούσαν ότι το πλεονέκτημα των δίγλωσσων προερχόταν κυρίως από μία ικανότητα αναστολής που είχε διαμορφωθεί από την άσκηση καταστολής του ενός συστήματος γλώσσας: αυτή η καταστολή, θεωρήθηκε ότι συνέβαλε στην εκπαίδευση του δίγλωσσου εγκεφάλου να αγνοεί περισπασμούς σε άλλα πλαίσια. Η εξήγηση αυτή, όμως, φαίνεται να γίνεται όλο και πιο ανεπαρκής, δεδομένου ότι μελέτες έχουν δείξει ότι οι δίγλωσσοι έχουν καλύτερες επιδόσεις από ότι οι μονόγλωσσοι ακόμη και σε εργασίες που δεν απαιτούν την αναστολή, όπως το να τραβήξουμε μια γραμμή από τον μικρότερο στον μεγαλύτερο αριθμό, σε μία σελίδα που βρίσκονται διάσπαρτοι οι αριθμοί.
Η βασική διαφορά μεταξύ των δίγλωσσων και των μονόγλωσσων μπορεί να είναι πιο θεμελιώδης: μια αυξημένη ικανότητα να παρακολουθούν το περιβάλλον. “Οι δίγλωσσοι αλλάζουν γλώσσες αρκετά συχνά – μπορεί να μιλάνε με τον πατέρα στη μία γλώσσα και με τη μητέρα στην άλλη γλώσσα”, λέει ο Albert Costa, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Pompeu Fabra στην Ισπανία. “Απαιτεί την παρακολούθηση των αλλαγών γύρω μας με τον ίδιο τρόπο που παρατηρούμε τον περιβάλλοντα- χώρο στην οδήγηση.” Σε μια μελέτη που συνέκρινε γερμανο-ιταλούς δίγλωσσους με ιταλούς μονόγλωσσους σχετικά με την παρακολούθηση καθηκόντων, ο Costa και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι τα δίγλωσσα άτομα όχι μόνο είχαν καλύτερη απόδοση, αλλά το έκαναν και με λιγότερη δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στην παρακολούθηση, δείχνοντας ότι ήταν πιο αποδοτικοί σε αυτό.
Η δίγλωσση εμπειρία φαίνεται να βελτιώνει τη λειτουργία του εγκεφάλου από τη βρεφική ηλικία μέχρι τα γηρατειά (και υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι μπορεί να ισχύει και για εκείνους που μαθαίνουν μια δεύτερη γλώσσα, αργότερα στη ζωή τους).
Σε μια μελέτη του 2009 με επικεφαλής την Agnes Kovacs του International School for Advanced Studies στην Τεργέστη της Ιταλίας, μωρά εφτά μηνών που εκτίθονταν σε δύο γλώσσες από τη γέννησή τους συγκρίθηκαν με συνομήλικα που μεγάλωσαν με μία γλώσσα. Σε μια αρχική σειρά πειραμάτων, τα βρέφη άκουγαν ένα ηχητικό σύνθημα και στη συνέχεια τους παρουσιαζόταν μία μαριονέτα στη μία πλευρά της οθόνης. Και οι δύο ομάδες βρεφών έμαθαν να κοιτούν σε εκείνη την πλευρά της οθόνης εν αναμονή της κούκλας. Όμως, σε ένα μεταγενέστερο κύκλο δοκιμών, όταν η μαριονέτα άρχισε να εμφανίζεται στην άλλη πλευρά της οθόνης, τα μωρά που εκτίθονταν σε δίγλωσσο περιβάλλον, γρήγορα έμαθαν να μεταφέρουν το βλέμμα τους προς τη νέα κατεύθυνση, ενώ τα άλλα μωρά δεν το έκαναν.
Τα πλεονεκτήματα της διγλωσσίας εκτείνονται και στα βαθιά γεράματα. Σε μια πρόσφατη μελέτη 44 ηλικιωμένων Αγγλο-ισπανών δίγλωσσων, επιστήμονες με επικεφαλής τη νευροψυχολόγο Tamar Gollan του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, στο Σαν Ντιέγκο, διαπίστωσαν ότι άτομα με μεγαλύτερο βαθμό διγλωσσίας – που υπολογίστηκε μέσω συγκριτικής αξιολόγησης της επάρκειας σε κάθε γλώσσα – ήταν πιο ανθεκτικοί από άλλους στην εκδήλωση γεροντικής άνοιας και άλλων συμπτωμάτων της νόσου Alzheimer: όσο υψηλότερος ήταν ο βαθμός διγλωσσίας, τόσο μεταγενέστερη η ηλικία έναρξης της νόσου.
Κανείς ποτέ δεν αμφέβαλε για τη δύναμη της γλώσσας. Ποιος θα μπορούσε όμως να φανταστεί ότι οι λέξεις που ακούμε και οι προτάσεις που αρθρώνουμε μπορούν να αφήσουν τέτοια βαθιά αποτυπώματα;
0 Σχόλια