Το ένστικτο μας λέει ότι όσο περισσότερο γνωρίζουμε έναν νέο φίλο μας τόσο περισσότερο τον συμπαθούμε. Στην πραγματικότητα όμως, κατά μέσο όρο, συμβαίνει το αντίθετο. Όσο πιο κοντά ερχόμαστε και όσο καλύτερα τον γνωρίζουμε τόσο λιγότερο τον συμπαθούμε.
“Οι άλλοι άνθρωποι είναι κόλαση” – Jean-Paul Sartre.
“Πίνω μόνο και μόνο για να μου φαίνονται οι άλλοι πιο ενδιαφέροντες” – George Jean Nathan.
“Τα ψάρια και οι επισκέπτες μυρίζουν σε τρεις ημέρες” – Benjamin Franklin.
Με δεδομένο πόσο ενοχλητικοί γίνονται μερικές φορές οι άλλοι, είναι εκπληκτικό πόσοι από εμάς είμαστε συνεχώς αισιόδοξοι στο να δημιουργούμε νέες σχέσεις. Πράγματι, οι άνθρωποι φαίνεται να είναι προγραμματισμένοι να συμπαθούν τους άλλους: “η απλή επίδραση της έκθεσης” είναι ένα ισχυρό κοινωνικό ψυχολογικό εύρημα που αποδεικνύει ότι απλώς και μόνο η έκθεση μας σε κάποιον μας αναγκάζει να μας αρέσει περισσότερο.
Ένα καλό παράδειγμα της επίδρασης της “απλής επαφής” είναι μια μελέτη των Moreland και Beach (1992) που σύστησαν τέσσερις ‘δήθεν’ νέους φοιτητές σε ένα μάθημα στο κολέγιο. Κάθε ένας ‘φοιτητής’ – επιλεγμένοι να έχουν παρόμοια εμφάνιση – παρακολουθούσε με διαφορετική συχνότητα τα μαθήματα, κάποιοι παρακολουθούσαν πολλά μαθήματα, άλλοι λίγα, κανένας όμως δεν συναναστρεφόταν με τους άλλους φοιτητές. Στο τέλος του προγράμματος η φοιτήτρια που προτιμούσαν οι περισσότεροι, παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν μίλησαν μαζί της, ήταν εκείνη που είχε παρακολουθήσει τα περισσότερα μαθήματα.
Αν η απλή επίδραση της έκθεσης ισχύει για την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων, τότε καθώς γνωρίζουμε περισσότερα για τους άλλους, θα πρέπει να μας αρέσουν περισσότερο. Λογικά η οικειότητα θα πρέπει να γεννά τη συμπάθεια. Μια πρόσφατη μελέτη από τον Michael I. Norton από το Harvard Business School και των συνεργατών του, σίγουρα υποδηλώνει ότι αυτό είναι μια ενστικτώδης κατανόηση των περισσότερων ανθρώπων (Norton, Frost & Ariely, 2007).
Ο Norton και οι συνεργάτες του, ερεύνησαν πρώτα μέλη ενός ιστότοπου online γνωριμιών, ρωτώντας τους αν γενικά θα προτιμούσαν κάποιον που γνώριζαν λίγα για εκείνον ή κάποιον που γνώριζαν καλύτερα. Το 81% είπαν ότι θα προτιμούσαν το άτομο που θα γνώριζαν περισσότερα για αυτό. Σε μια δεύτερη έρευνα προπτυχιακών φοιτητών το 88% είπαν ότι θα προτιμούσαν κάποιον που θα γνώριζαν περισσότερα για εκείνον.
Λαμβάνοντας υπόψη τις προσδοκίες των ανθρώπων, ας δούμε πώς πραγματικά συμπεριφέρθηκαν.
Η οικειότητα γεννά αντιπάθεια.
Στο επόμενο μέρος της έρευνας από τον Norton και τους συναδέλφους του, δόθηκε στους συμμετέχοντες ένας κατάλογος με χαρακτηριστικά για ένα άλλο άτομο και ρωτήθηκαν πόσο θα συμπαθούσαν το εν λόγω άτομο. Στην πραγματικότητα, τα χαρακτηριστικά αυτά ήταν ευρέως αντιπροσωπευτικά και οι άνθρωποι κατέχουν συνήθως 4, 6, 8 ή 10 από αυτά τα γνωρίσματα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, αντίθετα με τις προσδοκίες τους, όσες περισσότερες πληροφορίες είχαν για τους άλλους τόσο λιγότερο τους συμπαθούσαν.
Ο Norton και οι συνεργάτες του, υπέθεσαν ότι ο λόγος για αυτό το εύρημα ήταν ότι όσο περισσότερα γνωρίζουν οι άνθρωποι για τους άλλους, τόσο πιο πιθανό είναι να αποκαλυφθεί ένα χαρακτηριστικό τους γνώρισμα που δεν τους αρέσει. Οι ερευνητές εξέτασαν αυτό με τους συμμετέχοντες στην ιστοσελίδα online γνωριμιών. Αυτή τη φορά όμως, αντί να χρησιμοποιήσουν έναν στάνταρντ κατάλογο χαρακτηριστικών, κάθε συμμετέχων κλήθηκε να δημιουργήσει έναν κατάλογο με χαρακτηριστικά που περιέγραφαν τον εαυτό τους – αυτά κατόπιν συγκεντρώθηκαν όλα μαζί. Όπως ήταν αναμενόμενο οι περισσότεροι άνθρωποι επέλεξαν σχετικά θετικά χαρακτηριστικά.
Τα γνωρίσματα που συλλέχθηκαν ανακατεύτηκαν και μοιράστηκαν τυχαία σε διάφορό πλήθος και με διαφορετική σειρά στους συμμετέχοντες, σαν να περιέγραφαν ένα πραγματικό πρόσωπο. Ουσιαστικά, οι άνθρωποι έβλεπαν μια τυχαία λίστα με θετικά κυρίως χαρακτηριστικά που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Και πάλι, ακόμη και με έναν κατάλογο με ως επί το πλείστον θετικά χαρακτηριστικά, οι άνθρωποι έτειναν να τους αρέσει το “πρόσωπο” που περιγραφόταν στις λίστες με τα λιγότερα γνωρίσματα, ενισχύοντας περαιτέρω την ιδέα ότι οι άνθρωποι που μας αρέσουν περισσότερο είναι εκείνοι που γνωρίζουμε λιγότερο.
Αυτό όμως που ενδιέφερε τους ερευνητές αυτή τη φορά ήταν η επίδραση της ομοιότητας με το αν μας αρέσουν οι άλλοι. Αυτό συμβαίνει επειδή αρκετές έρευνες στο παρελθόν έχουν δείξει ότι έχουμε την τάση να μας αρέσουν άνθρωποι που μας μοιάζουν στον χαρακτήρα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η αιτία της σχέσης μεταξύ της γνώσης και της αντιπάθειας ήταν η έλλειψη ομοιότητας. Συγκεκριμένα, όσα περισσότερα χαρακτηριστικά γνώριζαν οι συμμετέχοντες για ένα άλλο “άτομο” τόσο πιο πιθανό ήταν να βρουν διαφορές με τον εαυτό τους και έτσι πιο πιθανό ήταν να τους αντιπαθήσουν.
Σε μια τέταρτη έρευνα η κατάσταση χειροτέρευσε! Χρησιμοποιώντας μια παρόμοια προσέγγιση με τις παραπάνω, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η απέχθειά μας για τους άλλους αυξάνεται. Αυτό σημαίνει ότι αν δούμε ένα διαφορετικό (και ως εκ τούτου αντιπαθητικό) χαρακτηριστικό νωρίς στη σχέση μας με το άλλο άτομο, αυτό τείνει να επηρεάσει αρνητικά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του. Έτσι, μόλις αντιληφθούμε κάτι διαφορετικό, όλα αρχίζουν να παίρνουν την κάτω βόλτα. Ακόμα και χαρακτηριστικά που μας άρεσαν ή μας φαίνονταν ουδέτερα πριν, τώρα έχουν μειονεκτικότερη θέση.
Δοκιμή με πραγματικά δεδομένα.
Τέλος, σε μια πέμπτη μελέτη, οι ερευνητές αποφάσισαν να δοκιμάσουν τα στοιχεία που προέκυψαν από τις ελεγχόμενες μελέτες τους στον πραγματικό κόσμο. Αυτή τη φορά μέλη ενός ιστότοπου γνωριμιών ρωτήθηκαν είτε για έναν δυνητικό σύντροφο που είχαν γνωρίσει online ή για κάποιον που επρόκειτο να γνωρίσουν.
Αφού οι συμμετέχοντες συμπληρώσαν την έρευνα διαπιστώθηκε, όπως αναμενόταν, ότι οι άνθρωποι γνώριζαν περισσότερα για τις νέες γνωριμίες τους μετά το πρώτο ραντεβού τους από ότι γνώριζαν πριν, αλλά αυτή η αύξηση στη γνώση στη συντριπτική πλειοψηφία είχε αρνητική επίδραση στη συμπάθεια. Κατά μέσο όρο, η γνώση για αυτό το άτομο αυξανόταν από 5/10 πριν τη γνωριμία σε 6/10 μετά την γνωριμία, ενώ η συμπάθεια μειωνόταν από 7/10 στα 5/10 και η αντιληπτή ομοιότητα μειωνόταν από 6/10 στο 5/10.
Φυσικά, αυτό δεν ισχύει για όλους – κάποιοι συνάντησαν ανθρώπους που τους άρεσαν περισσότερο μετά – αλλά για την πλειοψηφία η περισσότερη γνώση οδήγησε σε φαινομενική διαφορά που οδήγησε σε μειωμένη συμπάθεια.
Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης είναι θαύμα που συνεχίζουμε να προσπαθούμε να κάνουμε φίλους, μετά τις πρώτες απογοητεύσεις. Το γεγονός ότι συνεχίζουμε να έχουμε νέες γνωριμίες είναι πιθανώς αποτέλεσμα ενός μη ρεαλιστικού επιπέδου αισιοδοξίας για το πόσο θα αναμέναμε να μας αρέσουν οι άλλοι. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα της έρευνας ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αναμένουν ότι όσο περισσότερο γνωρίζουμε κάποιον τόσο περισσότερο θα μας κάνει να τον συμπαθήσουμε.
Μερικές φορές πραγματικά γνωρίζουμε ανθρώπους που καταλήγουν να μας μοιάζουν και στο τέλος γίνονται στενοί φίλοι μας ή ακόμα και σύντροφοί μας. Είναι αυτές οι επιτυχίες στις σχέσεις που έχουμε την τάση να θυμόμαστε όταν συναντάμε κάποιο νέο άτομο, παρά όλες εκείνες οι φορές που απογοητευτήκαμε.
Όπως δείχνει αυτή η έρευνα, για τη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων όσο λιγότερα γνωρίζουμε για κάποιον τόσο περισσότερο έχουμε την τάση να μας αρέσει. Είναι σαν τους ‘δήθεν’ φοιτητές στην έρευνα των Moreland και Beach, το ‘θολό’ τοπίο μας επιτρέπει να φανταστούμε ότι οι άλλοι άνθρωποι μοιράζονται τη δική μας κοσμοθεωρία, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μας και την αίσθηση του χιούμορ μας. Δυστυχώς, μόλις αρχίσουμε να τους γνωρίζουμε καλύτερα, είναι πιθανό να ανακαλύψουμε πόσο διαφορετικοί είναι από εμάς και ως εκ τούτου, να τους αντιπαθήσουμε.
Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ είχε δίκιο, κατά μέσο όρο: οι άλλοι άνθρωποι είναι πραγματική κόλαση. Δηλαδή, στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι είναι κόλαση. Υπάρχουν βέβαια, μερικοί άνθρωποι που μας είναι ιδιαίτερα αγαπητοί, άνθρωποι που δεν αρχίζουν να μυρίζουν μετά από τρεις ημέρες, αυτοί όμως οι άνθρωποι είναι λαμπρές εξαιρέσεις, οπότε κρατήστε τους σφιχτά κοντά σας.
0 Σχόλια