Οι γονείς συνηθίζουν να λένε ψεματάκια στα παιδιά τους, μερικές φορές επειδή δεν θέλουν να δώσουν κάποια εξήγηση, άλλες φορές όμως για να ελέγξουν την συμπεριφορά τους. Σκέψου, μήπως τα ψεματάκια μας πληγώνουν τα παιδιά μας;
Ένας 16ος έβλεπε στο σπίτι μιας φίλης του την ταινία 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα. Όταν ο Ναύτιλος διέσχισε κατά μήκος την οθόνη, η κοπέλα είπε περήφανα: “Όταν ο πατέρας μου ήταν στο Ναυτικό, ήταν καπετάνιος σε αυτό το υποβρύχιο.” Ο νεαρός απάντησε δύσπιστα “Μάλλον εννοούσε κάποιο άλλο…”. “Όχι, σε αυτό ήταν. Τους το δάνεισε για την ταινία, και κατά την διάρκεια των γυρισμάτων συνάντησε όλους τους ηθοποιούς. Το τεράστιο καλαμάρι βρίσκονταν…” η φωνή της διακόπηκε. Σε εκείνη την στιγμή κατάλαβε ότι συνέχιζε να πιστεύει μια ιστορία που ο πατέρας της έλεγε όταν ήταν παιδί.
Εκτός από το γεγονός ότι έπρεπε να αντέξει ερωτήσεις του τύπου “αν είχε φάει το τεράστιο καλαμάρι για βραδινό” ή “αν ο πατέρας της πήγαινε στο φεγγάρι για Σαββατοκύριακο”, το συμβάν δεν της προκάλεσε κάποια ψυχολογικό τραύμα. Ωστόσο μια νέα έρευνα δείχνει ότι οι περισσότεροι γονείς ψεύδονται στα παιδιά τους συστηματικά, και οι συντάκτες της ισχυρίζονται ότι αυτή η συνήθεια μπορεί να προκαλέσει την εξασθένηση της εμπιστοσύνη των παιδιών προς τους ενηλίκους.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο Journal of Moral Education, παρουσίασε ότι ακόμα και γονείς που θεωρούν την τιμιότητα σαν μια πρωτεύουσα αξία, χρησιμοποιούν ψέματα για να ελέγχουν τα παιδιά τους. Κατά την διεξαγωγή της έρευνας η καθηγήτρια Gail Heyman, του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, ρώτησε 130 φοιτητές και τους γονείς τους σχετικά με τα γονικά ψέματα. Έμεινε έκπληκτη όταν διαπίστωσε ότι περισσότεροι από το 80% των γονέων έχουν πει ψέματα για κάποιο θέμα, ενώ την ίδια στιγμή πολλοί από αυτούς δίδασκαν τα παιδιά τους ότι δεν είναι σωστό να λένε ψέματα. “Υπάρχει ο κίνδυνος”, τόνισε, “ότι τα παιδιά μπορεί να λάβουν μπερδεμένα μηνύματα σε ένα χρονικό σημείο που εκπαιδεύονται στο πώς πρέπει να λειτουργήσουν στην κοινωνία”.
Η καθηγήτρια Heyman υποστηρίζει ότι η ίδια προσπαθεί να μη λέει ψέματα στα παιδιά της. Αν ο μικρός της άρχιζε να συμπεριφέρεται άσχημα στο σουπερμάρκετ, δεν θα του έλεγε ότι θα φωνάξει τον αστυνόμο ή ότι υπάρχει μια αρκούδα στην αποθήκη που κυνηγάει άτακτα παιδάκια, αλλά “απλά θα έφευγα και θα πήγαινα σπίτι”
Η έρευνα εστίασε στα ψέματα που είχαν σκοπό να ελέγξουν την συμπεριφορά των παιδιών. Τα θέματά τους ποικίλουν, από τα παλιά παραδοσιακά “Αν δεν πλύνεις το πρόσωπό σου ο δάσκαλος θα σε διώξει από την τάξη”, ως απειλές του τύπου “ο κακός ο λύκος τρώει παιδάκια που τσιρίζουν μέσα στην μέση του δρόμου”. Ακόμη υπάρχουν και οι γελοίες απειλές, όπως “Αν δεν συμπεριφέρεσαι σωστά θα πάρουμε το αεροπλάνο και θα γυρίσουμε σπίτι, θα ακυρώσω τις διακοπές μας και θα δώσω τα εισιτήρια της Ντίσνεϊλαντ στα ξαδέλφια σου…”
Οι περισσότεροι ερευνητές δεν συμμερίζονται την άποψη ότι το να λέμε τέτοιου είδους ψέματα είναι εντελώς λάθος, παρόλο που στρέφουν την προσοχή μας στις πιθανές τραγικές επιπτώσεις τους. Αν δημιουργήσουμε την εντύπωση ότι η αστυνομία είναι μια αρνητική έννοια, τι θα συμβεί αν το παιδί μας χαθεί; Θα τολμήσει άραγε να πλησιάσει κάποιον αστυνομικό; Ποιο είναι το μήνυμα μας προς το παιδί μας που συνεχίζει να μη συμπεριφέρεται σωστά, αν τελικά δεν ακυρώσουμε τις διακοπές μας στη Ντίζνεϊλαντ; Σύμφωνα όμως με την καθηγήτρια Heyman, το να στέλνουμε αντιφατικά μηνύματα στα παιδιά μας μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την σχέση μας μαζί τους, “Αν λέτε στα παιδιά σας ότι το να λένε ψέματα είναι μια από τις χειρότερες πράξεις, τι θα σκεφτούν άραγε όταν ανακαλύψουν ότι τους είχατε πει ψέματα;”. Ακόμη υποστηρίζει ότι αν συνέχεια ξεγελάμε τα παιδιά μας, δεν θα μπορέσουν ποτέ τους να μάθουν γιατί πρέπει να μας υπακούν.
Βασισμένο στο άρθρο του Mark Barrowcliffe, The Times, 24 Νοεμβρίου 2009.
0 Σχόλια